μαγκλάβιον

μαγκλάβιον
μαγκλάβι(ο)ν και μαγκλόβι(ν) και μακλάβι(ν), τὸ (Μ)
1. ρόπαλο, ραβδί
2. το χαρακτηριστικό μαστίγιο τής βυζαντινής περιόδου που ήταν προσαρτημένο στη ζώνη τής στολής
3. το σώμα τών μαγκλαβιτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο λατ. *man(u)clavium < manus, -us «χέρι» + clava, -ae «ρόπαλο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • MANCLAVIUM — Graecis recentioribus Μαγκλάβιον, fustis est, quô caedebantur, qui fustuarium meruerant: quasi Manualis clava. Vide Salmas. Not ad Trebellium Pollionem in Gallienis, c. 16. et in Claudio, c. 14 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μαγκλαβίται — μαγκλαβῑται και μαγγλαβῑται και μαγλαβῑται, οἱ (Μ) [μαγκλάβιον] 1. σώμα ανδρών τής βασιλικής σωματοφυλακής τών Βυζαντινών, οι οποίοι έφεραν μαστίγιο και συνόδευαν πάντοτε τον αυτοκράτορα στις μετακινήσεις του έξω από τα ανάκτορα 2. σώμα που είχε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”