- μαγκλάβιον
- μαγκλάβι(ο)ν και μαγκλόβι(ν) και μακλάβι(ν), τὸ (Μ)1. ρόπαλο, ραβδί2. το χαρακτηριστικό μαστίγιο τής βυζαντινής περιόδου που ήταν προσαρτημένο στη ζώνη τής στολής3. το σώμα τών μαγκλαβιτών.[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο λατ. *man(u)clavium < manus, -us «χέρι» + clava, -ae «ρόπαλο»].
Dictionary of Greek. 2013.